- μεσάδιος
- μεσάδιος [ᾰ], α, ον,A central, [dialect] Aeol. form acc. to Sch.D.T.p.542 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσάδιος — μεσάδιος, ία, ον (Α) (αιολ. τ.) κεντρικός, μέσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. άδιος (πρβλ. διχθ άδιος)] … Dictionary of Greek
μεσάδιος — central masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek